Περιγραφή
Στόχος τους η σύντομη διαμονή. Να πάρουν από την Αυστραλία, όσα τους χρειάζονταν για να γυρίσουν πίσω.
Στη σκέψη και στην καρδία πάντα ο γυρισμός. Πέντε χρόνια ήταν το ανώτερο χρονικό διάστημα που έδιναν στον εαυτό τους οι περισσότεροι. Οι πιο αισιόδοξοι πίστευαν ότι σ’ ένα – δυο χρόνια το πολύ, θα έκαναν αρκετά για να γυρίσουν πίσω. Σ’ αυτή την εκτίμηση, έδιναν συνήθως έναυσμα τα γράμματα που έφθαναν στο χωριό από τους ήδη ξενιτεμένους που ‘φωτογράφιζαν’ τους πόθους τους περισσότερο και λιγότερο την πραγματικότητα. «’Ενα γράμμα που έστειλε κάποιος γεμάτο ψέμματα και φαντασίες ότι σε χρόνο μηδέν αγόρασε σπίτι, αυτοκίνητο και…ξεσήκωσε πολλούς», θα πει ο Μανώλης Καρδιακάκης, εκφράζοντας λιτά και επιγραμματικά μια πραγματικότητα που θ’ ακουστεί ξανά και ξανά απο τα χείλη της πρώτης μεταναστευτκής γενιάς.
«Παρουσίαζαν μία εικόνα εύκολου πλουτισμού, σε μια χώρα σχεδόν μαγική. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα κτίρια, μεγάλες ευκαιρίες. ‘Ολα εξογκωμένα, υπερβολικά, σχεδόν μυθικά που έδιναν τροφή στη φαντασία και γκρέμιζαν και τις τελευταίες αναστολές», είχε πει για τα κίνητρα που τον έφεραν στην Αυστραλία, ο Γιωργος Κοζωνακης.
«Έφτασα στο Ρort Melbourne 14 Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας. Αυτό που είδα ήταν μια εικόνα θλιβερή, όσο και αναπάντεχη. Μικρά, χαμηλά σπιτάκια με λαμαρίνες στις σκεπές τους. ‘Ολα μου Φανηκαν Φτωχίκα
καί κακογουστα. Σίγουρα δεν ήταν αυτο που περίμενα να βρω, συμΦωνα με τις είκονες απο μία αχανή ήπειρο
με μοντέρνα κτίρια, που είχα στο μυαλο μου», είναι η εικονα που μεταδίδει ο Μίχαλης Μαραγκουδακης.
Ακομη πιο έντονα εκῷραζεί τις πρωτες του εντυπωσεις απο την Γη της Επαγγελίας, ο Στέλιος Κουκουβίτακης.
«’Οταν είδα τα μικρά, κολλητά σπιτάκια, πάγωσα. Φανταζόμουν μεγάλα αρχοντικά, σύμφωνα με τον πλούτο που είχε συνδυαστεί αυτή η χώρα και ξαφνικά βρέθηκα σε μια πραγματικότητα που μου ήταν δύσκολο να πιστέψω. Στη συνέχεια, πέντε οικογένειες σ’ ένα χαμηλόσπιτο, μ’ ένα μπάνιο, μια κουζινίτσα που οι γυναίκες περίμεναν ουρά για να μαγειρέψουν, έμοιαζε εξωπραγματικό».
‘Αλλη εικόνα που δίνει το στίγμα αυτής της εποχής, είναι εκείνη της Λίτσας Αθανασίαδη.
«Φτάσαμε στη Μελβούρνη τα Χριστουγεννα. Καμμία σχέση με ό,τι μας είχανε πει για να μας ξεσηκὡσουν.
Του πουλιού το γάλα, οι εύκολες δουλειές με τα πολλά λεφτά, ήταν πράγματα που πολύ γρήγορα είδαμε ότι δεν ευσταθούσαν. Η εικόνα που μας είχαν δώσει, πριν φύγουμε, ήταν εξωπραγματική και εμείς, όπως τόσοι άλλοι, την εποχή εκείνη, καλούμασταν να προσγειωθούμε ανώμαλα.
Πέσαμε όλοι στα βαθειά νερά, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δε θα αγωνιζόμαστε για να επιπλεύσουμε».
Ναί, για τους περισσότερους ήταν μεν ανώμαλη η προσγείωση, αυτό όμως δε σήμαινε ότι θα κατέθεταν τα όπλα εύκολα. Τα κίνητρα ήταν δυνατά και αδιαπραγμάτευτα.
«Εκείνο που ήξερα θετικά ήταν ότι ένιωθα την ανάγκη να βοηθήσω την οικογένεια μου, πίσω στο χωριό, και ακόμη ότι, σε καμμιά περίπτωση, δεν θα ήθελα τα παιδιά μου, αύριο, να δοκίμαζαν, έστω και σε μικρό βαθμό, τις στερήσεις που πέρασα εγώ στα παιδικά μου χρόνια. Αυτοί οι δυο στόχοι ήταν ξεκάθαροι μέσα μου», εξομολογείται ο Ντένης Πατιστέας, εκφράζοντας τον ψυχισμό μιας ολόκληρης γενιάς.
Με δύο στόχους πατάει γερά στη νέα γη και ο Τάσος Τσεπραϊλίδης με τη σύντροφό του Μαρία: «Δεν θέλαμε ο ξεριζωμός από τον τόπο μας να πάει χαμένος. Πόθος μας, να χτίσουμε ένα καλυτερο μέλλον για τα παιδιά μας και να είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε τον συνανθρωπό μας. ‘Ηταν δύο στόχοι στέρεοι που δεν τους εγκαταλείψαμε ποτέ, που μας κράτησαν όρθιους σε όλες τις δύσκολες ώρες και τις ανηφοριές που βρήκαμε μπροστά μας».
Η επιστροφή σε μικρό χρονικό διαστημα είναι ένα άλλο δυνατό αντίδοτο στις αντιξοότητες – απρόσμενες στην πλειονότητα τους – που συναντά ο μετανάστης της πρώτης γενιάς στην Αυστραλία.
Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση, θα δει ότι τα πράγματα σπάνια έρχονται όπως τα σχεδιάζουμε. Οι απρόβλεπτοι παράγοντες ρυθμίζουν συνήθως το αποτέλεσμα.
«Στα πέντε χρόνια κυνηγούσα το τραίνο της επιστροφής. ‘Οταν έφτασα όμως στο σταθμό, είχε ήδη φύγει.
Στον επόμενο σταθμό είχαν έλθει τρία παιδιά και το τραίνο έτρεχε με 500 χιλιόμετρα την ώρα. ‘Ηταν πλέον αργά», θα πει ο Στέλιος Κουκουβιτακης, δίνοντας μια από τις πιο ζωηρές, αλλά και εύστοχες εικόνες, των προσδοκιών των Ελλήνων της μαζικής μετανάστευσης, αλλά και της διάψευσής τους.
Μέσα από τα «Πορτρέτα των Ελλήνων στους Αντίποδες», φαίνεται καθαρά ότι αναφορικά με την πρώτη μεταναστευτική γενιά, ο μόχθος, η αντοχή στα δύσκολα, η εφευρετικότητα, η ευφυϊα και η προσκόλληση στους αρχικούς στόχους για οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση, προσφορά καλύτερων ευκαιριών στη δεύτερη γενιά, ευδοκιμούν και καρποφορούν κατά ένα μεγάλο μέρος. Ταυτόχρονα, ο ‘Ελληνας της πρώτης γενιάς, καταβάλει άοκνες προσπάθειες για τη διατήρηση και μετάδοση της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης στη νέα γενιά.
Προσπάθειες που αναγνωρίζονται και συχνά χαρακτηρίζονται ‘ηρωϊκές’.
Λέει χαρακτηριστικά ο Ελισαίος Γκέλης επ’ αυτού: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη γενιά κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να εξασφαλίσει τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας στη δική μας γενιά, τη δεύτερη, με όλα τα μέσα που μπορούσε, κάτω από πολύ δύσκολες, ομολογουμένως, συνθήκες. ‘Εκαναν το παν να μάθουμε την ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά ήθη και έθιμα που έφεραν μαζί τους οι γονείς μας, όταν πήραν τη μεγάλη απόφαση της μετανάστευσης, κι ακόμη να μας δώσουν τις δυνατότητες να γνωρίσουμε τις ρίζες μας. Όλα αυτα, ενώ την ίδια ώρα, προσπαθούσαν με μεγάλες θυσίες, να μας προσφέρουν μια καλή μόρψωση, να μας εξοπλίσουν με τα εφόδια εκείνα που θα μας εξασφάλιζαν ένα καλό μέλλον. Η πρώτη γενιά είναι ΗΡΩΙΚΗ. Μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς με μια λέξη τη γενιά αυτή».
Εκείνο το οποίο οφείλω να τονίσω είναι ότι η έκδοση αυτή, το περιεχόμενό της, δεν είναι παρά ένα μικρό μόνο δείγμα της εντυπωσιακής παρουσίας των Ελλήνων, πρώτης και δεύτερης γενιάς, στους Αντίποδες.
Πορτρέτα που σκιαγραφήθηκαν από τους ίδιους και η γράφουσα προσπάθησε να κρατήσει και να σας τα μεταφέρει αναλλοίωτα.
Ευχαριστώ θερμά όλους εκείνους που δέχτηκαν να μοιραστούν το πολύτιμο αυτό μέρος της ζωής τους μαζί μας. Είμαι ευγνώμων για την ειλικρίνεια και την ευθύτητά τους.
Βίβιαν Μόρρις